-
1 ξυλον
(ῠ) τό [ξύω и ξέω]1) pl. срубленный лес, бревнаξύλα τετράγωνα Her. — четырехгранные бревна, балки2) pl. поленья, дрова(ξύλα κάγκανα Hom.)
3) пень или столб(ξ. ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Hom.)
4) деревянное сооружениеἈργοῦς ξ. Aesch. — корабль Арго;
ἵπποιο ξ. Anth. — (Троянский) деревянный конь5) дубинка, палица, палка(ἔχοντες ξύλα Her.; μετὰ μαχαιρῶν καὴ ξύλων NT.)
6) шейная или ножная колодка(ξ. σιδηρόδετον Her.; ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι Lys.)
7) скамьяπρῶτον ξ. Arph. — первая скамья (в афинском театре, предназначавшаяся для πρυτάνεις)
8) стол менялы Dem.9) дерево(ὄρος δασὺ παντοδαποῖς ξύλοις Xen.; ξ. τῆς ζωῆς NT.)
τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου Eur. — виноградная лоза;εἴρια ἀπὸ ξύλου Her. — древесная шерсть, т.е. хлопок;10) NT. = σταυρός См. σταυρος11) ксил ( мера длины = 1.39 м)
См. также в других словарях:
κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
τσάκνο — το, Ν 1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο 2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι 3. (μτφ. διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ ανο (< θ. τσακ + επίθημα ανο, πρβλ. έδρ ανο) με συγκοπή τού α . Κατ άλλη άποψη, η λ.… … Dictionary of Greek